ἐπισκιάζει

ἐπισκιάζει
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
pres ind mp 2nd sg
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
pres ind act 3rd sg
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
pres ind mp 2nd sg
ἐπισκιάζω
throw a shade upon
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επίσκιος — ἐπίσκιος, ον (Α) 1. σκιερός, σκοτεινός («τόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.) 2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.) 3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… …   Dictionary of Greek

  • φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… …   Dictionary of Greek

  • Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… …   Dictionary of Greek

  • Κιν, Έντμουντ — (Edmound Kean, Λονδίνο 1789 – Ρίτσμοντ 1833). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Σε ηλικία επτά ετών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ως παιδί θαύμα. Η σταδιοδρομία του άρχισε περίπου το 1805, με την ερμηνεία έργων του Σαίξπηρ. Ο Κ. είχε βίαιο… …   Dictionary of Greek

  • Κιτς, Τζον — (John Κeats, Λονδίνο 1795 – Ρώμη 1821). Άγγλος ποιητής. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη κακουχίες. Ήταν μόλις 8 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και 14 όταν πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση, ασθένεια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”